κάμπη 2

κάμπη 2
κάμπη 2.
Grammatical information: f. (Epich. ap. H., D. S., Nonn.),
Meaning: `monster from the sea' (Epich. ap. H., D. S., Nonn.).
Other forms: also κάμπος n. in Libya (Lyc.; H., after κῆτος?)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One compares ἱππο-καμπος. Fur. mentions (119) κέμμορ μέγα κῆτος (\< *κεμπορ?) and γεμπός κοῖτος, γεμπύλους τοὺς ἰχθῦς, τὰς πηλαμύδας [`tunnies'] H.; which would show that the word is Pre-Greek.
Page in Frisk: 1,774

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καμπή — winding fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπη — caterpillar fem nom/voc sg (attic epic ionic) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κάμπος a sea monster neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κάμπτω kam̃p as aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάμπῃ — Κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπῃ — κάμπη caterpillar fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάμπη — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * (I) ἡ (AM κάμπη) βλ. κάμπια. (II) κάμπη, ἡ (Α) μυθικό τέρας τής… …   Dictionary of Greek

  • καμπή — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.012 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 15 χλμ. ΒΔ της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξηροβουνίου. * * * η (AM καμπή) [κάμπτω] (για ποτάμια, οδούς κ.ά.) το σημείο όπου… …   Dictionary of Greek

  • Καμπή — Sp Kámpė Ap Καμπή/Kampi L V Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • καμπή — η στροφή, στρίψιμο: Στην καμπή του δρόμου αυτού θα βρεις το σπίτι που ζητάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμπῇ — κάμπτω kam̃p as aor subj pass 3rd sg καμπή winding fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνω Καμπή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 680 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κέχρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”